Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Απόσπασμα

Απόσπασμα
O συγγραφέας είχε μείνει σ’αυτό το κομμάτι μήνες τώρα ,χωρίς να προχωρήσει ούτε μια φράση παραπέρα .Προσπάθησε να γράψει κι άλλα πράγματα εκτός από αυτό το διήγημα αλλά όταν συνειδητοποίησε ότι κι όσα έγραφε ήταν αποτέλεσμα αυτού του ίδιου επαναλαμβανόμενου μοτίβου που είχε επιβάλει στον εαυτό του με αυτό το μισοτελειωμένο κατασκεύασμα του μυαλού του αυτή την καταδίκη, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να συνεχίσει.Αυτή η ουρά που είχε φυτρώσει από την σπονδυλική του στήλη αρχικά τον είχε παραξενέψει ,ωστόσο ήταν διακριτική ,νέα ,ζωηρή και οπωσδήποτε γοητευτική για τους ενδιαφερόμενους ,τους άλλους τις παρέες ,την Παρέα.Ο χρόνος είναι σχετικό πράγμα ειδικά όταν προσπαθείς να γεννήσεις ολόκληρα σύμπαντα και να τα εκφράσεις σε διαστήματά του. Αυτό όλοι έχουν τον τρόπο τους να το λένε ,αλλά λίγοι να το ζήσουν όπως κάποιος.Όσο περνούσε λοιπόν ο χρόνος , χανόταν και η αγωνία του συγγραφέα ενώ η χαριτωμένη ουρίτσα είχε εξελλιχθεί σε ουρά βροντόσαυρου. Μια τέτοια ουρα συν τοις άλλοις στερημένη από την όρμη και την βιαιότητα ενός αρπακτικού, βάραινε το κορμί του οδηγώντας τον σε κύκλους με κέντρο αυτήν την ίδια την ουρά και πεδία τα σύμπαντα της καθημερινότητάς του που μάταια προσπαθούσε να συνδέσει γραμμικά.
H ησυχία είναι απαραίτητη γι’ αυτόν που έχει εμμονές.και πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γράψιμο, ειδικά θωρημένο ως ύψιστη αν όχι μοναδική διέξοδος;
Οι άνθρωποι γύρω του δεν ήταν δυνατο να τον ακολουθήσουν στα βάραθρα και στα ύψη της δικιάς του ψυχής στα οποία η διαστροφή του του είχε επιβάλλει να πηγαινοέρχεται ,κλεισμένος στο περιθώριο της όποιας κοινωνικής πραγματικότητας εκείνος αντιλαμβανόταν. Οι όροι και οι λέξεις είχαν γίνει οι αρχές του, σ’αυτές κατέφευγε όταν πιεζόταν και δυστυχώς για όλες τις άλλες δυνατές διεξόδους μόνο αυτές χρησιμοποιούσε ,μόνο μ’αυτές άρχιζε και τελείωνε ότι είχε να βγάλει. Σαφώς τίποτα δεν είναι μόνο θέμα τύχης όμως σε τι άλλο να αφεθεί κανείς όταν όλα εκτός ίσως από δυό εμμονες που έχουν κι αυτές τα όριά τους τα βλέπει πρωτόγνωρα κι απεριόριστα ,ίσως μάταια.
Κατόπιν σκέψης και εμπειρίας συνειδητοποίησε και πλήρωσε με πόνο την εμμονή του. Τη γυναίκα που τον άφήσε. Εκείνη την αιώνια ερωμένη που τον άφηνε για άλλους χώρους για άλλους τόπους.. Η Μαρία ήταν η μικρή του γυναίκα κι αυτός ο μικρός της άντρας στα παιδικά τους χρόνια. Στα πέντε τους μπορούσαν να αγκαλιαστούν να μιλήσουν για το πόσο χαίρονται όταν είναι μαζί και να ζήσουν το νηπιακό έρωτα ξένοιαστοι. Την έχασε σε διαστήματα όπως κι αυτός έμεινε πάντα στο ίδιο σπίτι. Τελικά η Μαρία έφυγε εκτός χώρας ακολουθώντας τη μοίρα της. Η Άρτεμις ήταν η αγγελική μορφή που φανταζόταν μικρός να ερωτεύεται ήταν κι αυτή που αγάπησε χωρίς να το καταλάβει καλά καλά και παράφορα. Ήταν κι η γυναίκα του γιατί ο μεγάλος έρωτας ήταν πώς να το κάνουμε. Μπήκε μέσα της κι εκείνη τον αγκάλιασε με την ψυχή της και του χάρισε τα δώρα της. Η κίνησή της και ο αέρας της τον ταξίδεψαν σε τόπους άγνωρους.

Πίζα

Προσπαθούσε να διακρίνει ότι απομεινάρι, όποια σφραγίδα της παρτενέρ του, της δεσποινίδας που είχε αφήσει το δωμάτιο 7 ώρες πριν. Η πρώτη ανάγνωση απογοητευτική. Μόνο ένα δυο βιβλία της που είχαν γίνει πια δικά του και κάτι σημειώσεις σκόρπιες. Τίποτα που δεν ήξερε (φυσικά για το περιεχόμενο ούτε που να γίνεται λόγος!). το βλέμμα καρφώθηκε σαν καπνός σε άξονα ανεμιστήρα, στον πύργο της Πίζας, μια κούπα σουβενίρ που έκλινε κατά τον ίδιο τρόπο με τον πύργο.
Ήταν μια μαθηματικά στραβοχυμένη κούπα. Όμως εκείνη είχε αφήσει το στίγμα της όπως όλες ερωμένες, που σέβονται τον εαυτό τους, το αφήνουν εδώ και αιώνες. Ακούστε τι είχε κάνει το βρωμοθύληκο. Είχε πάρει την κούπα και καθώς το αλουμίνιο του νεροχύτη προεξέχει πάνω στον πάγκο της κουζίνας, αυτή (ποιος ξέρει πότε?) την τοποθέτησε ανάποδα κατά τέτοιο τρόπο και γωνία που η βάση (ο πάτος) της φαινόταν στραβή και ο πύργος ίσιος

Κάτι Χύμα

Όταν ο Τσακ αρχιζε να σκέφτεται να παντρευτεί τη Μαίρη ,η ζωή του ήταν ήδη βαρετή . Ήξερε πως ένας γάμος μ’αυτή τη γλυκιά,μικρή μέγαιρα θα τον συμφιλίωνε με μια διαδικασία που είχε αρχίσει καιρό πριν, όταν εχοντας αντιληφθεί τις κοινωνικές του υποχρεωσεις και την ανυπότακτη ματαιοδοξία του αποφάσιζε βίαια να ενηλικιωθεί. Το τιντζεριντού που του ‘χαν κάνει δώρο οι συνάδελφοί του δυο χρόνια πριν ήταν το μόνο μέσο πηγαίας έκφρασης , ενώ οι σχέσεις που είχε συνάψει, τα δύο τελευταία χρόνια είχαν αρχίσει να φθίνουν . Τον τελευταίο καιρό κάθε σκέψη του τον οδηγούσε στη παιδική του ηλικία. Σκεφτόταν τον γέρο του ,ανακαλούσε την πράα έκφρασή του κατά τη διάρκεια εκείνων των βολτών στο δάσος ,όταν ήταν μικρός.Ητανε μια ιερή διαδρομή μέσα απ’τις συνοικίες της πόλης μέχρι το δάσος ,που κορυφωνόταν με την επίσκεψη στο πεδίο βολής του στρατοπέδου που προσπαθούσε μάταια να κρυφτει στο τεχνητό κατα τα άλλα δάσος.Εκεί φωνάζαν τις αρκουδες που τους απαντούσαν με τις ίδιες λέξεις- ποτέ δεν παραδέχτηκε πέρα για πέρα ότι ήταν η ηχώ.Η «ηχώ» ήταν οι αρκούδες και έτσι τα πράγματα κάπως συμβιβάστηκαν.Αγαπούσε τις αρκούδες ο Τσάκυ .Μια μέρα ένας γύφτος με την αρκούδα του ήρθαν στην πλατεία .Ο γύφτος έπαιζε κλαρίνο ενώ η αρκούδα σηκωνόταν όρθια..Ο Τσάκυ πλησίασε την αρκούδα ,αλλά λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το ασφυκτικο μπράτσο ενός ντόπιου τον αρπαξε αποχωρίζοντάς τους.
Τέτοιες σκέψεις έρχονταν και ξανάρχονταν ,τώρα που η Μαίρη ετοιμαζόταν να του κάνει το κουτσούβελο.Αυτό δε χρειαζόταν να γινει τώρα ,αλλά η γυναίκα θα κράταγε το παιδί ότι κι αν έλεγε αυτός.Έτσι είχε κοψει κάθε προσπάθεια να την μεταπείσει. Ωστόσο εξακολουθούσαν να ζούνε μαζί ,κλείνοντας ήδη ένα χρόνο συμβίωσης.Ήταν 25 και οι δυο τους και δούλευαν τόσο ωστε να συνειδητοποιούν την μονοτονία τους.Η Μαίρη ψυχολόγος σ’ ένα γηροκομείο των προαστίων και ο Τσακ στο σπίτι να σχεδιάζει για μια τεχνική εταιρία,με σύμβαση έργου.Ένιωθε ευνοημένος από τις συνθήκες και τη κατανόηση του Autocad, αν και ο μισθός του δεν ήταν πενιχρός ,ενώ η διάθεσή του να εξελιχθεί επαγγελματικά, υποτυπώδης.
Ξύπναγε κατά τις 8 εβρισκε το κρεβάτι άδειο,ξανακοιμόταν και στις 9 σηκωνόταν για να βρεί την καφετιέρα γεμάτη ίσα ίσα για μία κούπα καφέ.Το πρόγραμμα της ήμερας το είχε ρυθμίσει απο το προηγούμενο βράδυ αλλά σπάνια το ακολουθουσε.Μέχρι να ’ρθει η Μαίρη κανόνιζε να κάνει τα ψώνια του σπιτιου , πράγμα εύκολο καθώς όλα τα απαραίτητα βρίσκονταν σε ακτίνα 100 μ απ’το σπίτι.Την υπολοιπη ώρα κοίταγε να κανει 4 , 5 ώρες καθαρής δουλειάς ωσπου το απογευμα η Μαίρη να φτιάξει κάτι να φάνε. Επιανε τη λύρα συχνότερα απ’όσο έπρεπε και λιγότερο απ’όσο ήθελε ,κατα τη διάρκεια του πρωινού μέχρι να γυρίσει εκείνη.Τα βράδυα έβγαιναν σπάνια ,κατόπιν εκκλησης της Μαίρης συνήθως, για σινεμά ή για ποτό με τους φίλους τους που ελαχιστα πλέον συγκινούσαν τον Τσάκ. Όταν συζητούσε η παρέα ο Τσακ ή έστριβε τσιγάρο ή έπινε. Σπανιότερα όταν κάποιος του μιλούσε προσωπικά ,τον κοίταζε χαζοχαμογελώντας και κατόπιν μίλαγε δυνατά ,φροντίζοντας να εκστομίσει κατι έξυπνο, σαρκαστικό και τόσο ανάλαφρο ώστε να εκτρέψει την κουβέντα ,να κάνει προσβάσιμο τον ομιλητή στους υπόλοιπους και να αποτελειώσει όποιο ενδεχόμενο για εκτενή συνομιλία μαζί του. Αυτό έπιανε και καθώς ο συνομιλητής αυτό το εκλάμβανε σαν σεβασμό ο Τσακ παρέμενε συμπαθής στις παρέες .Για τον Τσακ όμως δεν υπηρχαν παρέες...Υπήρχε παντα η Παρέα ...το ποιοι την αποτελούσαν δεν είχε σημασία γι’ αυτόν και αυτό είχε κάνει τις εξόδους του όλο και σπανιότερες και τους καβγάδες με την Μαίρη όλο και συχνότερους.
Η κοινωνικότητα της Μαίρης θα μπορούσε να συγκριθει μόνο με αυτην της γυναίκας-μάνας στις φτωχογειτονιές του ’50.Αυτό το πρότυπο θα μπορούσε να εξηγήσει κι άλλα της στοιχεία σε συνδυασμό με μια καπατσοσύνη και κάποια ,αν μη τι άλλο, αναπόφευκτα ελευθεριάζοντα ήθη. Όλα αυτά όμως δεν είναι παρά λόγια και εύκολες κατηγορίες με ημερομηνία λήξης ,και ο Τσακ αυτό το ήξερε. Η Μαίρη ήταν η Μαίρη του. Ωστόσο , όταν ο Τσακ σκεφτόταν τις στιγμές τους, αυτόματα θυμόταν τις λέξεις.Ποτέ δε θυμόταν τι είχε πει ,πάντα είχε την αίσθηση αυτού του κράματος ποσοτικού και ποιοτικού : στις μισές του λέξεις απογοητευόταν και στις άλλες μισές γινόταν ευτυχισμένη, έτσι που ήταν αδύνατο για κείνη να τον αφήσει. Κι αυτός ποτέ δεν είχε μπει στο δίλημμα να τα βροντήξει και να φύγει από κείνη και την γοητεία της -ούτε όταν πέρναγε απο μπροστά του καμιά μανίτσα με μίνι και μακρυά πόδια. Η ζωντάνια της κρατούσε ήδη 3 χρόνια τον Τσακ μαζί της. Με το παιδί ο χωρισμός φαινόταν όλο και πιο αδύνατος .




Μπήκα στο σπίτι και άφησα τα ψώνια στο τραπέζάκι του σαλονιού.Έβαλα στο πικάπ ένα δίσκο του Jerry Garcia ,και κάθησα σταυροπόδι στο καναπέ.Πήρα το φλιτζάνι με τον καφέ που είχε μείνει απ’ το πρωι και ήπια μια γουλιά .Προσπάθησα να χαζέψω το βιβλίο για την πέστροφα στην Αμερική, που είχα μόλις αγοράσει .Ένα ξεφύλισμα πήγαινε με τσιγάρο.Έστριψα ένα και το άναψα με τον αναπτήρα που μου ‘χε δωρίσει η Μαιρη στα 21α μου γενέθλια.Το σκηνικό γύρω μου αποκτούσε μια ομοιογένεια αμερικάνικης προέλευσης.Πάντα μου άρεσαν τα western ,οι καουμπόυδες και ο Λούκι Λουκ .Μικρός ντυνόμουν καουμπόης τις Απόκριες. Όταν η στολή που είχα μου μίκρηνε ,άρχισα να αναζητάω παλιά ρουχα από την αποθήκη της γιαγιάς και έτσι κάθε χρόνο ήμουν και διαφορετικός καουμπόης.Ποτέ δε σκότωσα Ινδιάνο αλλά ποτέ δε τους συμπαθησα τους μπάσταρδους.
Χτύπησε το τηλέφωνο για να θυμηθώ που ήμουν.Απλωσα το χέρι και το έπιασα.
«Ναι;»,αποκρίθηκα παθητικά και ευγενικά
«καλημέρα σας»,είπε μια λιγνή ,ξανθιά 58άρα, με ταγεράκι , ζωηρό τόνο και μια λεπτότητα που δύσκολα αποδεχόμουν ότι έφερε μία φανατική ορθόδοξη.
«καλημέρα»
«Καλημέρα σας!»
«όχι ,ευχαριστώ»
«ευχαριστούμε γειά σας!»
Τόσο καιρό που πέρναγα μόνος μου ,είχα χάσει πολλά στοιχειώδη σημεία κονωνικότητας, αλλά είχα αναπτύξει ένα καινούργιο χάρισμα. Μπορούσα να δω την εικόνα αυτου που μου τηλεφωνούσε ,από τη φωνή του.Δεν χρειαζόταν να τον γνωρίζω από πριν .Όσες φορές ήρθα στην πλεονεκτική θέση να επαληθεύσω τα συμπεράσματά μου, αυτά βγήκαν σωστα. Ακόμα και στο στυλ που ντύνονταν έπεφτα μέσα . Κρετίνιζα...
Την πήρα τηλέφωνο.Μου απάντησε κεφάτη.Και ‘γω όμως ,ήμουν έτοιμος
«Έλα μωρό μου!»
Είχε πάει σαν χίπισα ιλουστρασιόν πάλι στη δουλειά. Απορούσα που την κρατούσαν εκει πέρα, που βρόμαγε κολόνια μέχρι κι η κουζίνα. Αλλά ήξερα πως τα πήγαινε καλά με τις γριές και τους γέρους
«Τι κάνεις ,μικρή μου!Πως πάει;»
«Τελειώνω μωρό μου, σε καμια ωρίτσα.Μ’ αγαπάς;»
«Όχι, δε σ’αγαπάω...ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΑΙ για ‘σένα»
«Ωραία κλείνω τώρα ,τα λέμε μωρό μου!»
«Γειά»
«Περάστε κυρία Μ...»

Ήξερα που το πήγαινε αλλά δεν επέλεξα το μονοπάτι της, προτίμησα να κάνω τον κλόουν.Είναι πολυ διασκεδαστικό να παριστάνεις τον διευθυντή τσίρκου όταν ο άλλος θέλει να εκμαιεύσει πράγματα που δεν επιθυμείς να πεις. Αυτό το μωρό θα μ’ έβαζε σε μπελάδες... Η ιδέα του μωρού ποτέ δε με ενόχλησε, αλλά η θέση του πατέρα – συζύγου δε μ’ ενθουσίαζε.
Μπορούσα ανα πάσα στιγμή να φύγω ,αλλά ήμουν περισσότερο βολεμένος απ’ όσο θά ‘θελα . Δεν κατάφερνα να πιάσω πάτο αλλά πνιγόμουν..
Πάντως ήταν η μονη που ξεχώριζε τα σχέδια του Moris απ’ αυτά του Gochini και αυτό μου αρκούσε.
Αν θυμάμαι καλά ποτέ δεν της είπα ψέματα..




Κάθησα στο γραφείο και δούλεψα για κανα 3ωρο.Σηκώθηκα προς τη μπαλκονόπορτα. Απέναντι το παρκάκι.Τα δέντρα του ανίκανα να κρύψουν την ουσία του που αναδεικνυόταν στα σκυλόσκατα που το διακοσμούσαν. Μόνο νοικοκυρές με τα σκυλιά τους περνούσαν τακτικά και σποραδικά κανά αδέσποτο σκυλί ή ζευγάρι. Γύρω γύρω πολυκατοικίες και ταμπέλες. Αν έβγαινα στο μπαλκόνι θα μπορούσα να δω το κτίριο της εταιρίας τηλεπικοινωνιών ,που φαινόταν από χιλιόμετρα.Ωστόσο μπορούσα να δω τουλάχιστο το απέναντι πεζοδρόμιο,δύο όροφους κάτω.Ένας Άραβας με την κορούλα του. Το παιδί γύρω στα τέσσερα φόραγε ένα άσπρο πουλόβερ και ένα πολύ-λαχανί-για-να‘ναι-αληθινό φόρεμα. Η φωσφορίζουσα –αν μη τι άλλο- νεράιδα φαινόταν να περιφέρει το γέρο της, με τέτοιο τρόπο ,που ήταν δύσκολο να δεχτώ οτι η διαδρομή τους ήταν προδιαγεγραμένη .Αυτή η σκηνή είχε κάτι το οικείο και θολό.Ένιωθα πληρη ταύτιση με την αναμφισβήτητη ενότητα του Άραβα με το κοριτσάκι. Θυμήθηκα το Λορέντζο το αρκουδάκι μου ,που μου πήραν οι γονείς μου την περίοδο που είχα εμμονή με τις αρκούδες.


Βρέθηκα δεκτικός και αδύναμος ,όταν μπήκαν τα κλειδιά στην πόρτα και στη συνέχεια στο σπίτι. Η Μαιρούλα έκανε επίσης την θαμπή εμφανιση της ως θλιβερή προέκτασή τους ,προς τη δύστυχή μου επικρατούσα προοπτική.

-Γεια .
Την κοίταγα αποχαυνωμένος προς δύστυχή της προοπτική.
-Γεια,σου καλή μου,είπε ο διευθυντής του τσίρκου.Πώς ήταν η μέρα σου μανάρακο?
-Μ’ έπρηξε η κυρία Κωσταντίνου.Καλά αυτός ο άντρας της...
-Τι να κάνεις,την έκοψα.
Μου ‘ρθε να γελάσω καθώς σκεφτηκα τη συνομιλία.
-Εσύ μωρό μου?
-Ωραίος καφές
-Τι λες ?
-Ο καφές...
-Μίλα μου...
-Σ’αγαπώ μάτια μου!
Χαμογέλασε ,έλαμψε ,τη φίλησα όπως φιλάει κανείς την έγκυο γυναίκα του και στη συνέχεια κατέληξα να την πηδάω σαν την κορυφαία του σαλούν που κάθεται σ’ ένα καουμπόη...Τα ζουμιά της ηδύποτο, τα λόγια της σε παροξυσμό.

«Με αγαπάς ?».
Την κοίταξε.
«Ο έρωτας και η αγάπη είναι διαφορετικά.»
«Εγώ νομίζω ότι πάνε μαζί.»
Ο Γ ακολούθησε μια διάλεξη δύο τριών σειρών πάνω στον έρωτα και την αγάπη με κάμποσα κομπιάσματα. Καταλήγοντας της είπε πως είναι ερωτευμένος μαζί της
«Εσύ?»
«Θέλω να μου πεις εσύ»
«Σε λατρεύω ψυχή μου»
Εκείνη έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε.
«Και σ’ αγαπώ» της είπε. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον έσφιξε πέφτοντας. Ένιωσε δυνατός αγαπημένος ευτυχισμένος. Σκέφτηκε πως αυτό μπορεί να τελειώσει και αποφάσισε να τη φιλήσει. Την έσφιξε για να μην την σπάσει.



O συγγραφέας είχε μείνει σ’αυτό το κομμάτι μήνες τώρα ,χωρίς να προχωρήσει ούτε μια φράση παραπέρα .Προσπάθησε να γράψει κι άλλα πράγματα εκτός από αυτό το διήγημα αλλά όταν συνειδητοποίησε ότι κι όσα έγραφε ήταν αποτέλεσμα αυτού του ίδιου επαναλαμβανόμενου μοτίβου που είχε επιβάλει στον εαυτό του με αυτό το μισοτελειωμένο κατασκεύασμα του μυαλού του ,αυτή την καταδίκη, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να συνεχίσει.Αυτή η ουρά που είχε φυτρώσει από την σπονδυλική του στήλη αρχικά τον είχε παραξενέψει ,ωστόσο ήταν διακριτική ,νέα ,ζωηρή και οπωσδήποτε γοητευτική για τους ενδιαφερόμενους ,τους άλλους τις παρέες ,την Παρέα.Ο χρόνος είναι σχετικό πράγμα ειδικά όταν προσπαθείς να γεννήσεις ολόκληρα σύμπαντα και να τα εκφράσεις σε διαστήματά του. Αυτό όλοι έχουν τον τρόπο τους να το λένε ,αλλά λίγοι να το ζήσουν όπως κάποιος.Όσο περνούσε λοιπόν ο χρόνος , χανόταν και η αγωνία του συγγραφέα ενώ η χαριτωμένη ουρίτσα είχε εξελλιχθεί σε ουρά βροντόσαυρου. Μια τέτοια ουρα συν τοις άλλοις στερημένη από την όρμη και την βιαιότητα ενός αρπακτικού, βάραινε το κορμί του οδηγώντας τον σε κύκλους με κέντρο αυτήν την ίδια την ουρά και πεδία τα σύμπαντα της καθημερινότητάς του που μάταια προσπαθούσε να συνδέσει γραμμικά.
H ησυχία είναι απαραίτητη γι’ αυτόν που έχει εμμονές.και πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γράψιμο, ειδικά θωρημένο ως ύψιστη αν όχι μοναδική διέξοδος;
Οι άνθρωποι γύρω του δεν ήταν δυνατο να τον ακολουθήσουν στα βάραθρα και στα ύψη της δικιάς του ψυχής στα οποία η διαστροφή του του είχε επιβάλλει να πηγαινοέρχεται ,κλεισμένος στο περιθώριο της όποιας κοινωνικής πραγματικότητας εκείνος αντιλαμβανόταν. Οι όροι και οι λέξεις είχαν γίνει οι αρχές του.σ’αυτές κατέφευγε όταν πιεζόταν και δυστυχώς για όλες τις ά;λλες δυνατές διεξόδους μόνο αυτές χρησιμοποιούσε ,μόνο μ’αυτές άρχιζε και τελείωνε ότι είχε να βγάλει. Σαφώς τίποτα δεν είναι μόνο θέμα τύχης όμως σε τι άλλο να αφεθεί κανείς όταν όλα εκτός ίσως από δυό εμμονες που έχουν κι αυτές τα όριά τους τα βλέπει πρωτόγνωρα κι απεριόριστα ,ίσως μάταια.
Όταν όμως ο Τσακ λυτρωνόταν, τίποτα απ’ αυτά δε θα ‘χε σημασία.
Εν ολίγοις:
«Απαιτείται ταχύτερη ροή στη δράση» σκέφτηκε
«απαιτούνται κορυφώσεις σε κάποια σημεία. Το σίγουρο είναι πως πρέπει να βρω στιχομυθία»













«Είσαι λίγο ματάκιας»
«Είμαι μόνος κάτι τέτοιες στιγμές»
Ακολούθησε μια σπαρτιάτικη απόδειξη του πτυχίου ψυχολογίας από τη Μαίρη.
Η υπόλοιπη μέρα περιέλαβε τον Τσακ και τη Μαίρη, αλλά κυρίως τον Τσακ που ξέχασε να αγοράσει φρυγανιές. Ένας καβγάς ανάμεσα σε μια μούμια και ένα βρομόσκυλο κουράζει και τη γυναίκα και τον άντρα και το παιδί. Αναγκάστηκε να φύγει.


«Βγήκα από το δρόμο
Διέλυσα την πόρτα πίσω μου
Χωρίς την προσμονή του περιπετειώδους βίου
Έτσι αναθεώρησα τον πόθο για κείνη
Τα περιστέρια της πόλης χίμηξαν αποστασιοποιημένα πάνω απ’ το φόβο μου
Κατόπιν τούτου συνέχισα το ταξίδι μου στο λεωφορείο αμέριμνος»

Λίγο πιο πάνω βρήκα το πάρκο.
«Μόλις το περάσω θα βρω τη στάση λεωφορείων» σκέφτηκα.
Αυτό το πάρκο είναι γεμάτο περιστέρια.. Τόσο εξοικειωμένα είναι με τους περαστικούς που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να αγνοήσουν το διπλανό σκύλο ή άνθρωπο. Είναι λοιπόν πολύ αντιφατικός ο χαρακτήρας αυτών των πουλιών. Όταν είναι καθιστά μοιάζουν με κακοκουρδισμένες μηχανές σκατών. Τρώνε δυο τρεις σκατούλες που θα βρουν κάτω και χέζουν άλλες δέκα. Δίαυλοι αστικών σκουπιδιών , που συμβολίζουν την ελευθερία .
Το πάρκο είναι πιο βρώμικο και από χοιροστάσιο.
Πω ρε, βρώμα!
Χαιρέτησα τη κυρία Μαργαρίτα. Η κυρία Μαργαρίτα έμενε δυο ορόφους πάνω με το σκύλο και τον άντρα της. Ήταν πιο παλιά ένοικος από ‘μένα.
Προχώρησα πενήντα μέτρα ως τη στάση. Το λεωφορείο ήταν μισοάδειο και παρέμεινε πάνω κάτω στην ίδια κατάσταση μέχρι να ξεκινήσει.



Ένα ταξίδι με λεωφορείο είναι καλύτερο αγχολυτικό από ένα τσιγάρο. Το τσιγάρο όμως λύνει πιο σίγουρα το πρόβλημα λέει το υπουργείο υγείας.
Η διαδρομή με το λεωφορείο έχει σταθερά σημεία. Για μένα δεν είναι ούτε το σιντριβάνι ούτε κάτι παρόμοιο. Είναι: μια γρια σε μπαλκόνι ημιώροφου -στο πρώτο τρίτο της διαδρομής, κάποιος ηθοποιός συμπτωματικά με το ίδιο κουστούμι στην έξοδο του θεάτρου λίγο πιο κάτω και οι μπάτσοι μέσα στις κλούβες να αποχαυνώνονται μπροστά στη τηλεόραση τους. Αυτό έξω απ’ τις πρεσβείες. Θυμήθηκα τα διαφημιστικά σποτ της κρατικής τηλεόρασης ως πομπού δεκτών νοημοσύνης. Μέσα τα πράγματα αδιάφορα, με επιβάτες να μπαινοβγαίνουν. Φιγούρες που συνομιλούν ή κοιτάζουν έξω. Που και που να πετάνε καμιά ματιά σε κάποιον άσχετο ή να στερεώνουν το βλέμμα τους στο αντικείμενο ,ένεκα προσωπικής ειδωλολατρίας σ’ ένα περιβάλλον εναλλασσόμενων παραστάσεων σε ένα έδαφος που κινείται υπολογισμένα και απολύτως ορθολογικά πάνω από τη γη . Ένας ναός κινητός που σε μεταφέρει σε στάσεις και ο ιερέας –πέρα από αναμφισβήτητος οδηγός- εκτελεί και χρέη θυρωρού. Κατέβηκα από το ναό στην άκρη του δρόμου . Είχε αρχίσει να βραδιάζει . Συνεχίζω




Χωρίσαμ’ ένα δειλινό

Κατεβαίνω το δρόμο στο ύψος της πλατείας. Ανεβαίνει .Την κοιτάω : όμορφη, ψηλή με τα μαύρα μακριά μαλλιά της να χύνονται απείρακτα μέχρι τη μέση της. Επιμένει . Το βλέμμα της με λίγη προσπάθεια μου κόβει την ανάσα. Φτιάχνουμε μια ευθεία που κόβει κάθετα το δρόμο. Αυτή όμορφη ,εγώ τη λάτρεψα, οι δρόμοι μας διαφορετικοί , δε γινόταν αλλιώς.. Έπρεπε να πάω στο μπαρ.

--------------------Μπαρότσαρκα-------------------------------------

Πέρασα τη λεωφόρο απέναντι ,με το που την έχασα. Σκέφτηκα ένα χιπ χοπ τραγούδι γατί ένιωθα πως το αστικό σκηνικό ταίριαζε. Μπήκα στην παραδοσιακά επαναστατική συνοικία της μητρόπολης. Κάποιον είδα, τον ήξερα με ήξερε. Δεν ξέρω αν με κατάλαβε. Έστριψα αριστερά στο μαγειρείο. Κάτι παρέες μέσα διασκέδαζαν με λαϊκά.
«Ένα καραφάκι άσπρο», θα ‘λεγα άμα ερχότανε η ξανθούλα μέσα για παραγγελία. Ήδη είχα αρχίσει να μεθάω. Δίψασα. Μπήκα στο επόμενο μπακάλικο. Ο ιδιοκτήτης είχε πάνω στο ψυγείο και τις τιμές. Heineken . Πλήρωσα κι έφυγα.

Δεν είναι άσχημο να κάθεσαι στα σκαλάκια των μπαρ. Όσο υποτιμητικό κι αν φαίνεται ,έχεις τη δυνατότητα να βλέπεις τον κόσμο από κάτω
Βλέπεις τους ανθρώπους σαν ζώα διαφορετικά από σένα ,τους βλέπεις ψηλούς ,τους βλέπεις όπως θα ήθελαν να είναι ,στη χειρότερη περίπτωση -όπως φαίνονται.

Το απόφθεγμα μου διαπέρασε τη σκέψη αλλά δε κόλλαγε στην όρεξή μου μετά την μπύρα. Δεν ήταν ώρα για ειδικά της περίστασης μπαράκια ούτε για μέρη που θα με καταλάβαινε κάποιος. Ήταν ώρα να νιώσω ασκέπαστος. Πήγα στην καλύτερη μπάρα της περιοχής. Είχε την αγαπημένη μου μουσική τελείως αδιάφορη για την ώρα. Η περίσταση εξίσου αδιάφορη. Έτσι χάζεψα τα τραπέζια, τις καρέκλες, τις αφίσες, την παλιοροκού μπαργούμαν. Παρήγγειλα μια τεκίλα.

«Χωρίς πάγο» τόνισε με λόγια και ένα βλέμμα γεμάτο θολό , ημίτρελο.
«Εντάξει» .
Η μπαργούμαν τον κατάλαβε ,δεν υπήρχε περίπτωση, έβλεπε βαθιά μες τα έγκατα της ψυχής του. Από την άλλη η ψυχή του δεν ήταν νεκρότοπος.

Στριφογύρισα στο σκαμπό αναθαρρημένος και σε συγχρονισμό με ένα μαλλιά που μόλις έμπαινε ,είδα δυο γυναίκες να κάθονται στον καναπέ. Απέναντι τους ένα ζευγάρι. Στην μπάρα ένας γέρος να πίνει κουβαλώντας ένα τόνο ξιπασμό. Έμοιαζε καλά . Ο τύπος σίγουρα είχε κάνει σκανάρισμα προτού η μπαργούμαν δει τη ψυχή μου. Κάτι τέτοιοι ήρεμοι νομίζω πως δεν αποκαλύπτονται παρά όταν το θεωρήσουν στρατηγικά σωστό για το υπόλοιπο. Πρώτον της βραδιάς ,κατόπιν της ζωής τους.
Λιπόσαρκος, το πρόσωπό του ζορισμένο, αξύριστο, με κίτρινο του τσιγάρου μουσάκι και μουστάκι και μακρύ επίσης άσπρο μαλλί λιγδωμένο προς τα πίσω. Με κοίταξε συγκαταβατικά δίνοντάς μου χρόνο. Έσκυψε σπιρτόζικα το κεφάλι. Πάντα τα πήγαινα καλά με τους γέρους και τους γονείς, Κάτι τέτοια χαμόγελα ή ματιές από άτομα μεγάλης ηλικίας όπως και να χει σε κάνουν να νιώθεις δυνατός , ικανός για κάτι.

Όσο για τον Τσακ, είχε κολλήσει σαν την απόδειξη της τεκίλας του στον πάγκο προς αναζήτηση αγγλικού τίτλου. Αστείο. Ένα γουέστερν μεταφρασμένο στα ελληνικά “Μονομαχία στο Ελ Πάσο”. Τα πρόσωπα δεδομένα. Αυτός κι ο ξύπνιος. Ακούστηκε το «Βαλκανιζατέρ» μονότονο επιστρέφοντάς τον.

«Ώρα είναι να φορέσω και στολή και να αρχίσω να πυροβολώ κόσμο» σκέφτηκα αφοπλίζοντας. Δεν ήταν ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος. Στην τελική οι μονομαχίες και οι νέες θρησκείες είναι πέρα για πέρα ξεπερασμένες (banal).
«Ωστόσο το τρελάδικο… Η Μαίρη!» . Το όνομα φρόντισα να το αρθρώσω και έκανε μια από τις γκόμενες να με κοιτάξει απορημένη.
Κοίταξα το ποτήρι έκπληκτος. Είχα πιει το μισό.

Στιγμιαίος εκνευρισμός. Γύρισε το κεφάλι αριστερά δεξιά . Η κίνηση τον κούρασε κι ήπιε το άλλο μισό ποτήρι μονορούφι.

Άδειασα. Ανέβασα το βλέμμα μου στην κάβα με τα ποτά. Τα μπλε χρώματος φιδέ φωτάκια δημιουργούσαν ένα σύνολο που στριφογύριζε στατικό γύρω απ’ το ράφι.

Τα ωραία χρόνια θυμίζουν μπριγιαντίνη ,πουκάμισα με ρίγες, σκαρπίνια, λέξεις γενικώς αμερικάνικες. Αλλά και άλλα πράγματα κι ιδέες , τραπεζώματα ,κουτούκια , σαλβάρια και άμμο στα all star. Σίγουρα νέες γεύσεις και ηδονικές δοκιμασίες. Είχε ένα ποτό. Κρασί . Οποιουδήποτε χρώματος ή ποικιλίας τότε. Είχε και ούζο.

Τα ωραία χρόνια ο Τσακ δεν ήξερε αν τελείωσαν οριστικά. Ήξερε μόνο τα προαναφερθέντα.

Μίλησα με τη Γιάννα. Η Γιάννα είχε το μπαρ.
«Πώς πάει ,τι κάνεις?»
«Ας τα λέμε μωρέ. Την παλεύω …» και με ενθουσιασμό:
«Εσύ πώς είσαι?»
«Καλά , το μαγαζί γεμίζει. Πέρασε το καλοκαίρι ,μαζεύεται ο κόσμος.»
Σιωπήσαμε και οι δυο. Πήγε στην κάβα.
Έβγαλα το πορτοφόλι. Μου το χε κάνει δώρο η Μαίρη, αλλά στην αρχή αρνιόμουν να το οικειοποιηθώ. Από τότε που έπιασα αυτή τη δουλειά ,το πορτοφόλι είχε αποκτήσει χρήση. Πλήρωσα στα γρήγορα.
«Οι φίλοι σου πού είναι?». Ήταν η μια από τις δυο ερωτήσεις που απέφευγα να απαντάω τις τελευταίες μέρες.
«Δω γύρω» είπα με καταπιεσμένη λαϊκότητα. «Πάω να τους βρω στην ταβέρνα»
Τι έλλειψη θάρρους! Απ’ την άλλη ,το ν’ ανοίγω την καρδιά μου στο μπαρ ,είχα αρχίσει να το συνδέω με τη σαστιμάρα μου. Χαιρέτισα με το χέρι και έφυγα δήθεν πολυάσχολος.
Θυμήθηκα το Μήτσο. Μέχρι τότε είχα ξεχάσει σχεδόν για μια μέρα ότι είχα κινητό.
«Ναι»
«Έλα ρε ,πού ‘σαι?»
«Σ’ ένα παρτάκι. Έχει μαζευτεί κόσμος το κάνει μια φίλη αρχαιολόγος. Έλα, έχει γούστο»
Ήταν τρεις δρόμους πάνω. Χτύπησα το κουδούνι αλλά εκείνη τη στιγμή έφευγαν κάποιοι, οπότε βρέθηκα μέσα απροετοίμαστος. Το διαμέρισμα ήταν γεμάτο. Δεν ήξερα κανέναν ούτε μπορούσα να διακρίνω καλά.







...
Καβγάς -λεωφορείο, άλλοι τα διαλείμματα τα κάνουν με τσιγάρο, ο Τσακ με λεωφορείο-, στην ίδια θέση αυτή,ο Τσακ έχει σταθερα σημάδια σ’ αυτές τις διαδρομές,δεν είναι ούτε το συντριβάνι ούτε κάτι παρόμοιο είναι: η γριά στο μπαλκόνι ισογείου , η ηθοποιός με το ίδιο κουστούμι στα δύο θέατρα, οι μπάτσοι μέσα στις κλούβες να αποχαυνώνονται μπροστα στη τηλεόραση(πολύ θαθελα να ξέρω αν ήταν δημόσια ή κρατική,την εποχή αυτή η δημόσια τηλεόραση υποστηρίζει στα διαφημιστικά της σποτ πως συγκεντρώνει «δέκτες νοημοσύνης») .στην ίδια θέση όμως και ο Τσακ στο λεωφορείο – λίγο πριν το τέλος ο Τσακ βλέπει το συντριβάνι τα δέντρα κτλ ,στο τέλος της ιστορίας ο Τσακ σε άλλη θέση, στη θέση του μια γκόμενα. Αυτό το κομάτι σε πρώτο προσωπο ενω στα σημάδια απαιτείται μια απομάκρυνση
Απαιτείται ταχύτερη ροη στη δράση σε καποια σημεία που ενδεχομένως να γραφούν και απαιτούνται πιθανώς ταυτόχρονα και τουλαχιστο τρεις κορυφώσεις –Το σίγουρο είναι πως πρέπει να βρω στιχομυθία – Όταν όμως ο Τσακ θα λυτρωθεί τίποτα απ’ αυτά δε θα ‘χει πια σημασία

Ζωτικός χώρος(εγκώμιο της νύχτας)

Ζωτικός χώρος(εγκώμιο της νύχτας)

Σήμερα … δεν απολαμβάνω, με κυνηγάει αυτό το συναίσθημα των ψόφιων μουρμουρητών ,φωνές από το πάνω διαμέρισμα ,ήχοι …Ο βάναυσα τυπικός μεσολαβητής (σήμερα διαχειριστής της πολυκατοικίας…) μεταβιβάζει τα παράπονα των πιο αποκρουστικών και απωθημένων προσώπων( μου ?) .(Σήμερα των Γειτόνων…)

Χοντροκομμένα προειδοποιώ για επανεμφάνιση των μεταθέσεων:

Απόψε ...
Με Συνοδεία γυναικείας μονοφωνικής μπαλάντας
θα ενεργοποιούνταν η παιδική μου ματιά (των πρωτόγονων ερώτων) ,ωστόσο
κάποιος από πολύ μακριά χαχανίζει τόσο που υπέθεσα ότι τον άκουσα
…Απόψε,
Η Ανάγκη διαλόγου είναι επιτακτική .Διακηρύσσω πως’’ αυτή η μουσική του Moriconne για τα western του Leone είναι απίθανη ,δεν καταλαβαίνουν ; έτσι είναι! ας είναι, δεν πειράζει…’’ Αυτός που χαχάνισε, φαίνεται να συμμορφώνεται επιφυλακτικά μετά τη δήλωση μου και στρέφεται στο σύντροφο του με λαμπερό πρόσωπο κρασοκατάνυξης, ενώ σιγά ,σιγά το -μουσικό απόψε…- πρόγραμμα μου ξεγλιστράει σε άλλους (αγαπημένους μου rock πια) ρυθμούς .
Με συνοδεία του « in the death car»...
Βγαίνω ήσυχα έξω με ένα τσιγάρο .Η μπαλκονόπορτα του διπλανού διαμερίσματος (είναι) κλειστή. ένα φως από δημοφιλές δελτίο ειδήσεων τρεμοπαίζει στη κουρτίνα του ,κι όμως είμαι σίγουρος ότι ο γείτονας σφυρίζει ανέμελα στο ρυθμό της μουσικής μου, (προσάπτοντάς μου) την ύστατη αναγνώριση που γύρευα για αποτροπή της υπολανθάνουσας αυτοϊκανοποίησης,
παραίνεση να αφήσω τα πράγματα όπως είναι
(Απόψε …έτσι)
…Απόψε, εκεί …στο διπλανό μπαλκόνι

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Θητεία Βήτα

Θητεία Βήτα
(Heavy metals include lead, mercury, cadmium, chromium, and arsenic)
Απόγευμα κουβεντιάζαμε
(Για
Ποντίκια ,χελώνες , φίδια)
καθότι η άρουρα άρμοζε
Ύστερα ,
John Deere (εμπύρετα)
μήνυσε
του σιδερά
να ατσαλώσει τ’ άροτρο
Ένεκα επένδυσης
όπως στερεύει το ρέμα
βάλλε άσφαλτα
περιφερειακά
της αβελτηρίας
το παζάρι
-τα γκάζια-
Απωθώντας στο κιβώτιο
Δευτέρα
άντε Τρίτη
Σάμπως μετράμε τους δρόμους προς Θήβαις
Πετάμε πόντους
Για
Κυριακές
Ουάχντα ουάχντα
Όσο ζυγώνεις τα στενά.

μια προσπάθεια μετάφρασης του τραγουδιού "I knew Danny Farrell" των Dubliners

Γνώριζα τον Ντάνυ Φάρελ

Γνώριζα τον Ντάνυ Φάρελ όταν η μπάλα του ήταν ένα κονσερβοκούτι
Με τα αποφόρια και τις μαϊμουδιές του και τα σάντουιτς από πίτουρο
Αλλά τώρα αυτός ο χωριάτης του πεζοδρομίου είναι ένας σιτεμένος, πικραμένος άντρας.
Με όλες τις δοκιμασίες και τους μπελάδες της ταξιδιάρας του φυλής.

Είναι ένας λούζερ, ένας μέθυσος ,ένας σουξου μουξου τού
Ένας κουρσάρος, ένας έμπορος, ένας εχθρός των μπάτσων
Τόσο μόνος και μονάχα, τσογλάνι που λες,
Ακόμα και τώρα να ξέρεις, ο Ντάνυ Φάρελ, είναι παλικάρι.

Γνώριζα τον Ντάνυ Φάρελ ,όταν πηγαίναμε σχολείο,
Ήταν σκράπας στη γλώσσα, τον φωνάζανε ξευτίλα –καραγκιόζη.
Ήτανε λαμπρός στις γλώσσες,
Άσσος στα κορώνα-γράμματα,
Μέχρι νάβρει πελάτη.
Ώσπου έγινε ενήλικος ,οι γοητευτικοί του τρόποι τον άφησαν.

Γνώριζα τον Ντάνυ Φάρελ, όταν μπαίναμε στην ουρά για το επίδομα ανεργίας
Και πάλευε να κρύψει την απώλεια της υπερηφάνειας ,που σου τρώει την ψυχή.
Αλλά να γανώνεις τσίγκους και τενεκέδες ,είναι τέχνη χαμένη από καιρό.
«Δεν έχει χάρες στους γύφτους» ήταν η απάντηση όταν ζήταγε.

Ακόμα γνωρίζω τον Ντάνυ Φάρελ, τον είδα κειδά χτες
Να πίνει τη μέντα του με κάτι μπεκρήδες στην προβλήτα
Αχ μανούλα μου, είναι σαράντα και κοντεύει τα ογδόντα,
με τα μάτια του απέλπιδα χαμένα
και μου είπε αυτό στα σίγουρα, δεν έχουμε απομείνει πολλοί.