Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Απόσπασμα

Απόσπασμα
O συγγραφέας είχε μείνει σ’αυτό το κομμάτι μήνες τώρα ,χωρίς να προχωρήσει ούτε μια φράση παραπέρα .Προσπάθησε να γράψει κι άλλα πράγματα εκτός από αυτό το διήγημα αλλά όταν συνειδητοποίησε ότι κι όσα έγραφε ήταν αποτέλεσμα αυτού του ίδιου επαναλαμβανόμενου μοτίβου που είχε επιβάλει στον εαυτό του με αυτό το μισοτελειωμένο κατασκεύασμα του μυαλού του αυτή την καταδίκη, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να συνεχίσει.Αυτή η ουρά που είχε φυτρώσει από την σπονδυλική του στήλη αρχικά τον είχε παραξενέψει ,ωστόσο ήταν διακριτική ,νέα ,ζωηρή και οπωσδήποτε γοητευτική για τους ενδιαφερόμενους ,τους άλλους τις παρέες ,την Παρέα.Ο χρόνος είναι σχετικό πράγμα ειδικά όταν προσπαθείς να γεννήσεις ολόκληρα σύμπαντα και να τα εκφράσεις σε διαστήματά του. Αυτό όλοι έχουν τον τρόπο τους να το λένε ,αλλά λίγοι να το ζήσουν όπως κάποιος.Όσο περνούσε λοιπόν ο χρόνος , χανόταν και η αγωνία του συγγραφέα ενώ η χαριτωμένη ουρίτσα είχε εξελλιχθεί σε ουρά βροντόσαυρου. Μια τέτοια ουρα συν τοις άλλοις στερημένη από την όρμη και την βιαιότητα ενός αρπακτικού, βάραινε το κορμί του οδηγώντας τον σε κύκλους με κέντρο αυτήν την ίδια την ουρά και πεδία τα σύμπαντα της καθημερινότητάς του που μάταια προσπαθούσε να συνδέσει γραμμικά.
H ησυχία είναι απαραίτητη γι’ αυτόν που έχει εμμονές.και πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γράψιμο, ειδικά θωρημένο ως ύψιστη αν όχι μοναδική διέξοδος;
Οι άνθρωποι γύρω του δεν ήταν δυνατο να τον ακολουθήσουν στα βάραθρα και στα ύψη της δικιάς του ψυχής στα οποία η διαστροφή του του είχε επιβάλλει να πηγαινοέρχεται ,κλεισμένος στο περιθώριο της όποιας κοινωνικής πραγματικότητας εκείνος αντιλαμβανόταν. Οι όροι και οι λέξεις είχαν γίνει οι αρχές του, σ’αυτές κατέφευγε όταν πιεζόταν και δυστυχώς για όλες τις άλλες δυνατές διεξόδους μόνο αυτές χρησιμοποιούσε ,μόνο μ’αυτές άρχιζε και τελείωνε ότι είχε να βγάλει. Σαφώς τίποτα δεν είναι μόνο θέμα τύχης όμως σε τι άλλο να αφεθεί κανείς όταν όλα εκτός ίσως από δυό εμμονες που έχουν κι αυτές τα όριά τους τα βλέπει πρωτόγνωρα κι απεριόριστα ,ίσως μάταια.
Κατόπιν σκέψης και εμπειρίας συνειδητοποίησε και πλήρωσε με πόνο την εμμονή του. Τη γυναίκα που τον άφήσε. Εκείνη την αιώνια ερωμένη που τον άφηνε για άλλους χώρους για άλλους τόπους.. Η Μαρία ήταν η μικρή του γυναίκα κι αυτός ο μικρός της άντρας στα παιδικά τους χρόνια. Στα πέντε τους μπορούσαν να αγκαλιαστούν να μιλήσουν για το πόσο χαίρονται όταν είναι μαζί και να ζήσουν το νηπιακό έρωτα ξένοιαστοι. Την έχασε σε διαστήματα όπως κι αυτός έμεινε πάντα στο ίδιο σπίτι. Τελικά η Μαρία έφυγε εκτός χώρας ακολουθώντας τη μοίρα της. Η Άρτεμις ήταν η αγγελική μορφή που φανταζόταν μικρός να ερωτεύεται ήταν κι αυτή που αγάπησε χωρίς να το καταλάβει καλά καλά και παράφορα. Ήταν κι η γυναίκα του γιατί ο μεγάλος έρωτας ήταν πώς να το κάνουμε. Μπήκε μέσα της κι εκείνη τον αγκάλιασε με την ψυχή της και του χάρισε τα δώρα της. Η κίνησή της και ο αέρας της τον ταξίδεψαν σε τόπους άγνωρους.

2 σχόλια:

Ελένα Μπαμπούσκα είπε...

Μήπως, ο συγγραφέας να αφήσει πίσω του τους τοίχους του, να βγάλει και βόλτα την ουρά του? (οι ουρές μεγαλώνουν στην υγρασία, το σκοτάδι και τη μοναξιά)
Και μήπως οι έρωτες δε φεύγουν, μήπως απλά προχωράνε?
Και μήπως ο συγγραφέας μόνο μένει στάσιμος?

giorgos είπε...

Όσο κι αν αναπολούμε τους φευγάτους έρωτες ,εντέλει είναι αυτή η στάση που επισημαίνεις που μας κάνει ευτυχισμένους. Ο συγγραφέας δεν φαίνεται να υιοθετει τη δυναμική διάθεση που πραγματικά μας απελευθερώνει,την ερωτική,ωστόσο βρίσκεται σε μια γκρι ζώνη απεμπόλισης της ιδιότητάς του.Κυοφορεί την ακαμψία που βαραίνει την συνείδησή του. Το διακείμενό του απέναντι στον ανθρώπινο, το ζωντανό παράγοντα είναι που θα καθορίζει το δυναμικό της στάσης και θα κάνει τη ζωή του να εκφραστεί σαν ζήση που λέμε.
Σ'ευχαριστώ